«Η δοκιμή με βλαστοκύτταρα δείχνει ελπίδα για την αντιστροφή της απώλειας ακοής μέσω της αναγέννησης των νεύρων του εσωτερικού αυτιού.».

Μια πρωτοποριακή δοκιμή βλαστοκυττάρων προσφέρει ελπίδα σε εκατομμύρια ανθρώπους με απώλεια ακοής.

Οι ερευνητές διερευνούν τρόπους για την αναγέννηση κατεστραμμένων νεύρων στο εσωτερικό του έσω ωτός, ενδεχομένως αποκαθιστώντας την ακοή σε ασθενείς που προηγουμένως θεωρούνταν μη θεραπεύσιμοι.

Αυτή η καινοτομία αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός στην αναγεννητική ιατρική και την ακοολογία.

Η απώλεια ακοής επηρεάζει άτομα όλων των ηλικιών και μπορεί να προκληθεί από γήρανση, έκθεση σε θόρυβο, λοιμώξεις ή γενετικούς παράγοντες.

Οι παραδοσιακές παρεμβάσεις, όπως τα ακουστικά βαρηκοΐας ή τα κοχλιακά εμφυτεύματα, βελτιώνουν την ακοή, αλλά δεν επιδιορθώνουν την υποκείμενη βλάβη.

Η θεραπεία με βλαστοκύτταρα, ωστόσο, στοχεύει στην αποκατάσταση της λειτουργίας αντικαθιστώντας ή επιδιορθώνοντας τα κατεστραμμένα νευρικά κύτταρα, στοχεύοντας στην αιτία της απώλειας ακοής.

Στις πρώτες δοκιμές, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν εξειδικευμένα βλαστοκύτταρα για την αναγέννηση νευρώνων του έσω ωτός.

Αυτά τα αναγεννημένα κύτταρα μπόρεσαν να επανασυνδεθούν με το ακουστικό σύστημα, επιτρέποντας στα σήματα να ταξιδεύουν στον εγκέφαλο αποτελεσματικά.

Οι συμμετέχοντες έδειξαν μετρήσιμες βελτιώσεις στην ευαισθησία και την καθαρότητα της ακοής, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα αυτής της θεραπείας να αποκαταστήσει τη φυσική ακοή αντί να ενισχύσει απλώς τον ήχο.

Αυτή η έρευνα υπογραμμίζει επίσης το ευρύτερο δυναμικό των βλαστοκυττάρων στην αναγεννητική ιατρική.

Εάν είναι επιτυχής, παρόμοιες προσεγγίσεις θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε άλλα αισθητήρια συστήματα ή νευρολογικές παθήσεις, προσφέροντας ελπίδα για την επιδιόρθωση προηγουμένως ανεπανόρθωτων βλαβών.

Ενώ απαιτούνται περαιτέρω μελέτες και μεγαλύτερες κλινικές δοκιμές για να επιβεβαιωθεί η μακροπρόθεσμη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα, τα πρώτα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρα.

Οι επιστήμονες παραμένουν αισιόδοξοι ότι μέσα στα επόμενα χρόνια, η θεραπεία με βλαστοκύτταρα θα μπορούσε να γίνει μια βιώσιμη θεραπεία για την απώλεια ακοής, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων.

Αυτή η ανακάλυψη αναδεικνύει τη δύναμη του συνδυασμού της επιστήμης αιχμής με την ιατρική καινοτομία.

Η αναγέννηση των νεύρων του εσωτερικού αυτιού θα μπορούσε να επαναπροσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την απώλεια ακοής, μετατρέποντας αυτό που κάποτε ήταν μόνιμο σε μια αναστρέψιμη κατάσταση.

Ωραία ιδέα — έκανα μία αναζήτηση και βρήκα ορισμένα νεότερα στοιχεία (2025) για τις δοκιμές με βλαστοκύτταρα / κυτταρικές θεραπείες στην απώλεια ακοής. Να τα δούμε:


Τι βρέθηκε ως τώρα (2025)

1. Έγκριση από τον βρετανικό ρυθμιστικό φορέα (MHRA)
Η εταιρεία Rinri Therapeutics έχει λάβει έγκριση από τον MHRA (Medicine and Healthcare products Regulatory Agency) για να ξεκινήσει την πρώτη «in human» δοκιμή της θεραπείας Rincell-1.
Η δοκιμή αναμένεται να είναι φάσης I/IIa και να περιλαμβάνει περίπου 20 ασθενείς.


2. Δομή της δοκιμής / σχεδιασμός

Η δοκιμή θα γίνει σε τρία κορυφαία ερευνητικά κέντρα ακοής της Μεγάλης Βρετανίας.

Οι συμμετέχοντες θα είναι άτομα που υποβάλλονται σε κοχλιακή τοποθέτηση (cochlear implant) λόγω σοβαρής απώλειας ακοής.

Θα συγκριθούν δύο ομάδες:
• 10 άτομα με ακουστική νευροπάθεια μετά σύναψης (postsynaptic auditory neuropathy spectrum disorder, ANSD)
• 10 άτομα με σοβαρή / προχωρημένη ηλικιακή απώλεια ακοής (presbycusis)

Σε κάθε ομάδα, κάποιοι θα λάβουν Rincell-1 + κοχλιακή τοποθέτηση και κάποιοι μόνο κοχλιακή τοποθέτηση (χωρίς τη νέα θεραπεία) — με άλλα λόγια, ανοικτή δοκιμή με σύγκριση παρεμβάσεων.

Η χορήγηση του Rincell-1 θα γίνει κατά την ίδια χειρουργική επέμβαση που γίνεται η εμφύτευση του κοχλιακού εμφυτεύματος μέσω ειδικής προσπέλασης.

Αναμένεται ότι τα πρώτα αποτελέσματα «proof-of-concept» θα είναι διαθέσιμα μέσα σε ~12 μήνες από την έναρξη της δοκιμής.



3. Προκλινικά αποτελέσματα / έρευνες πριν τη δοκιμή σε ανθρώπους

Στα ζωικά μοντέλα και σε εργαστηριακά πειράματα, η θεραπεία Rincell-1 έχει δείξει ότι μπορεί να αναγεννήσει ακουστικούς νευρώνες και να αποκαταστήσει τις συνδέσεις μεταξύ εσωτερικού αυτιού και εγκεφάλου.

Επίσης, έχει αναπτυχθεί μια νέα χειρουργική προσπέλαση μέσω του «round window» του κοχλία, που θεωρείται λιγότερο επεμβατική από τις παραδοσιακές μεθόδους και πιο ασφαλής για να φέρει τα κύτταρα στο σωστό σημείο.

Μια δημοσίευση που περιγράφει αυτή τη νέα μέθοδο τοποθέτησης κυττάρων έχει τονιστεί ως σημαντική για τη μετάβαση στη δοκιμή σε ανθρώπους.

Σε γενικότερες μελέτες κυτταρικών θεραπειών για νευροαισθητήρια απώλεια ακοής, επισημαίνεται ότι υπάρχει βελτίωση των ακουστικών ορίων (auditory thresholds) και της μορφολογίας των νευρώνων, αλλά υπάρχουν προκλήσεις ως προς την ακριβή παράδοση των κυττάρων, την ανοσιακή απόκριση και την αντιστοίχιση των κυττάρων στο περιβάλλον του ανθρώπινου κοχλία.



4. Άλλες θεραπευτικές προσπάθειες / σχετικές μελέτες

Υπάρχει μια δημοσίευση του UCL / UCLH που αναφέρεται ως «πρώτη δοκιμή αναγεννητικού φαρμάκου» (μη κυτταρικού τύπου), που ονομάζεται REGAIN, και τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν στο Nature Communications.

Σε ανασκοπήσεις κυτταρικών θεραπειών για απώλεια ακοής επισημαίνεται ότι σε μόλις ένα ανθρώπινο μελετώμενο περιστατικό δεν αναφέρθηκαν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες — πράγμα που δείχνει ότι η ασφάλεια είναι πιθανώς διαχειρίσιμη, αλλά οι εκτενέστερες δοκιμές είναι απαραίτητες.

Αναφορές επίσης αναφέρουν ότι η εταιρεία Rinri, παράλληλα με το Rincell-1, αναπτύσσει άλλα προϊόντα, όπως Rincell-2 και Rincell-3, που στοχεύουν αντίστοιχα σε προγονικά κύτταρα για ακουστικούς νευρώνες και τριχωτά κύτταρα (hair cells). Αυτά προς το παρόν βρίσκονται σε προκλινικό στάδιο.


Συμπεράσματα & κατάσταση σήμερα

Μέχρι σήμερα (2025), δεν υπάρχει δημοσίευση που να αναφέρει αποτελέσματα από την πρώτη ανθρώπινη δοκιμή με βλαστοκύτταρα στην απώλεια ακοής — η δοκιμή δεν έχει ακόμα ξεκινήσει ή είναι σε έναρξη.

Η έγκριση για τη δοκιμή έχει ήδη στεφθεί με επιτυχία (MHRA), και η έναρξη προβλέπεται μέσα στο 2025.

Τα πρώτα αποτελέσματα της δοκιμής, αν όλα πάνε καλά, αναμένονται μέσα σε 12 μήνες μετά την έναρξη.

Οι προκλινικές μελέτες φαίνεται να υποστηρίζουν την ασφάλεια και την πιθανή αποτελεσματικότητα, αλλά οι προκλήσεις — όπως η αποτελεσματική παράδοση των κυττάρων, η επιβίωσή τους και η λειτουργική ενσωμάτωσή τους — παραμένουν σημαντικές.